Πρώτη εκατοντάδα των κεφαλαίων περί αγάπης
Η αγάπη ειναι μιά αγαθή διάθεση της ψυχης, η οποία τήν κάνει νά μήν προτιμα κανένα από τά οντα περισσότερο από τή γνώση του Θεου. Ειναι ομως αδύνατο νά φτάσει ν΄ αποκτήσει σταθερά αυτή τήν αγάπη οποιος εχει κάποια εμπαθή κλίση σέ κάτι από τά γήινα.
2. Τήν αγάπη τή γεννα η απάθεια· τήν απάθεια τή γεννα η ελπίδα στό Θεό· τήν ελπίδα, η υπομονή καί η μακροθυμία. Αυτές τίς γεννα η καθολική εγκράτεια· τήν εγκράτεια, ο φόβος του Θεου· τόν φόβο του Θεου τόν γεννα η πίστη.
3. ΄Εκεινος πού πιστεύει στόν Κύριο, φοβαται τήν κόλαση. Κι εκεινος πού φοβαται τήν κόλαση, εγκρατεύεται από τά πάθη. Εκεινος πού εγκρατεύεται από τά πάθη, υπομένει οσα τόν θλίβουν. Εκεινος πού υπομένει οσα θλίβουν, θά αποκτήσει τήν ελπίδα στό Θεό. Η ελπίδα στό Θεό απομακρύνει τό νου από κάθε εμπαθή κλίση πρός τά γήινα. Καί οταν χωριστει από αυτήν ο νους, θά αποκτήσει τήν αγάπη πρός τό Θεό.
4. Εκεινος πού αγαπα τό Θεό πάνω απ΄ ολα τά κτίσματά Του προτιμα τή γνώση Του κι αδιάλειπτα μέ πόθο τήν προσμένει.
5. Αν ολα τά οντα εγιναν από τό Θεό καί γιά τό Θεό, καί ο Θεός ειναι καλύτερος από τά δημιουργήματά Του, εκεινος πού εγκαταλείπει τό Θεό καί στρέφεται στά χειρότερα, φανερώνεται οτι προτιμα περισσότερο τά δημιουργήματα από τό Θεό.
6. Εκεινος πού εχει προσηλωμένο τό νου του στήν αγάπη του Θεου, καταφρονει ολα τά ορατά, καί τό σωμα του ακόμη, σάν νά ειναι ξένο.
7. Αφου η ψυχή ειναι ανώτερη από τό σωμα, καί ασυγκρίτως ανώτερος από τόν κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκεινος πού προτιμα τό σωμα από τήν ψυχή καί τόν κόσμο από τό Θεό πού τόν δημιούργησε, αυτός δέ διαφέρει διόλου από αυτούς πού λατρεύουν τά ειδωλα.
8. Εκεινος πού χώρισε τό νου του από τήν αγάπη του Θεου καί τή θεωρία, καί τόν εχει δεμένο σέ κάποιο από τά αισθητά, αυτός ειναι πού προτιμα τό σωμα από τήν ψυχή καί τά κτίσματα από τόν Θεό πού τά δημιούργησε.
9. Αν η ζωή του νου ειναι ο φωτισμός πού δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τόν γεννα η αγάπη πρός τό Θεό, ορθά εχει λεχθει πώς δέν ειναι τίποτε πιό μεγάλο από τή θεία αγάπη.
10. Οταν μέ τόν ερωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει πρός τό Θεό, τότε δέν εχει διόλου αισθηση γιά κανένα από τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από τό θειο καί απειρο φως, γίνεται αναίσθητος γιά ολα τά κτίσματα, οπως τά μάτια δέν βλέπουν τά αστρα οταν ανατέλλει ο ηλιος.
11. Ολες οι αρετές βοηθουν τό νου γιά νά αποκτήσει τό θειο ερωτα, περισσότερο ομως απ΄ ολες η καθαρή προσευχή. Γιατί μέ αυτήν ο νους παίρνει φτερά καί πετα πρός τό Θεό, καί βγαίνει εξω από ολα τά οντα.
12. Οταν ο νους αρπαχθει μέσω της αγάπης από τή θεία γνώση, καί αφου βρεθει εξω από τά οντα, αισθάνεται τήν απειρία του Θεου· τότε, οπως συνέβη στόν Ησαΐα, από τήν εκπληξη ερχεται σέ συναίσθηση της μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξη τά λόγια του προφήτη: « Ω εγώ, ο αθλιος, τί συντριβή νιώθω! Εγώ, ενας ανθρωπος πού εχω χείλη ακάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού εχει χείλη ακάθαρτα κατοικω, ειδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριο Σαββαώθ».
13. Οποιος αγαπα τό Θεό, δέν μπορει νά μήν αγαπήσει καί κάθε ανθρωπο σάν τόν εαυτό του, αν καί τόν δυσαρεστουν τά πάθη εκείνων πού δέν εχουν ακόμη καθαριστει. Γι΄ αυτό καί χαίρεται μέ αμέτρητη καί ανέκφραστη χαρά γιά τή διόρθωσή τους.
14. Ακάθαρτη ειναι η ψυχή πού ειναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία καί μίσος.
15. Εκεινος πού βλέπει καί ιχνος μόνο μίσους μέσα στήν καρδιά του, πρός οποιονδήποτε ανθρωπο γιά οποιοδήποτε φταίξιμό του, ειναι εντελως ξένος από τήν αγάπη πρός τό Θεό. Γιατί η αγάπη πρός τό Θεό δέν ανέχεται διόλου τό μίσος κατά του ανθρώπου.
16. « Οποιος μέ αγαπα - λέει ο Κύριος - θά τηρήσει τίς εντολές Μου. Καί η δική Μου εντολή ειναι νά αγαπατε ο ενας τόν αλλο». Αρα λοιπόν εκεινος πού δέν αγαπα τόν πλησίον του, δέν τηρει τήν εντολή του Κυρίου. Εκεινος πού δέν τηρει τήν εντολή, ουτε τόν Κύριο μπορει νά αγαπήσει.
17. Μακάριος ο ανθρωπος πού μπορει νά αγαπήσει κάθε ανθρωπο στόν ιδιο βαθμό.
18. Μακάριος ο ανθρωπος πού δέν προσηλώνεται σέ κανένα πράγμα φθαρτό η πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ο νους πού προσπέρασε ολα τά οντα καί απολαμβάνει συνεχως τή θεία ωραιότητα.
20. Εκεινος πού φροντίζει γιά τή σάρκα, πως νά ικανοποιει τίς επιθυμίες της, καί γιά πρόσκαιρα πράγματα εχει μνησικακία πρός τόν πλησίον του, αυτός λατρεύει τήν κτίση αντί του Δημιουργου.
21. Εκεινος πού διατηρει τό σωμα του γερό καί μακριά από ηδονές, τό εχει σύνδουλό του γιά νά υπηρετει τά πνευματικά.
22. Οποιος αποφεύγει ολες τίς κοσμικές επιθυμίες, κάνει τόν εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.
23. Οποιος αγαπα τό Θεό, αγαπα δίχως αλλο καί τόν πλησίον του. Ενας τέτοιος ανθρωπος δέν μπορει νά φυλάει χρήματα· τά διαχειρίζεται κατά τό θέλημα του Θεου καί τά μοιράζει σ΄ εκείνους πού εχουν ανάγκη.
24. Οποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος τό Θεό, δέν κάνει διάκριση καλου καί κακου, δικαίου καί αδίκου στά απαραίτητα της ζωης, αλλά μοιράζει ιδια σέ ολους κατά τίς ανάγκες τους, αν καί προτιμα γιά τήν αγαθή του προαίρεση τόν ενάρετο από τόν κακό.
25. Ο Θεός, εκ φύσεως αγαθός καί απαθής, ολους τούς αγαπα εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τόν ενάρετο τόν δοξάζει επειδή αποκτα καί τή γνώση, ενω τόν κακό ανθρωπο, τόν ελεει λόγω της αγαθότητάς Του, καί παιδεύοντάς τον σ΄ αυτόν τόν κόσμο, τόν φέρνει σέ μετάνοια καί διόρθωση. Ετσι καί ο καλοπροαίρετος καί απαθής ανθρωπος, ολους τούς ανθρώπους τούς αγαπα εξίσου. Τόν ενάρετο καί γιά τήν ανθρώπινη φύση του, καί γιά τήν καλή του προαίρεση· τόν κακό τόν ελεει καί σάν συνάνθρωπό του, καί από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στό σκοτάδι.
26. Η διάθεση της αγάπης δέν διαπιστώνεται μόνο μέ τήν παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο μέ τή μετάδοση λόγου καί μέ τή σωματική διακονία.
27. Εκεινος πού απαρνήθηκε ειλικρινά τά κοσμικά καί υπηρετει μέ αγάπη απροσποίητη τόν πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος καί μετέχει στή θεία αγάπη καί γνώση.
28. Εκεινος πού εκανε κτημα του τή θεία αγάπη, δέν κουράζεται νά ακολουθει συνέχεια τόν Κύριό του, οπως λέει ο θειος Ιερεμίας, αλλά υπομένει μέ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καί υβρη, χωρίς νά σκέφτεται τό κακό πού του εκανε οποιοσδήποτε.
29. Οταν σέ προσβάλει κανένας }η σ΄ εξευτελίσει σέ κάτι, τότε φυλάξου από τούς λογισμούς της οργης, μήπως μέ τή λύπη σέ χωρίσουν από τήν αγάπη καί σέ μεταφέρουν στή χώρα του μίσους.
30. Οταν αισθανθεις πόνο επειδή κάποιος σέ πρόσβαλε η σέ ντρόπιασε, νά ξέρεις οτι ωφελήθηκες πολύ· μέ τό ντρόπιασμα βγηκε από μέσα σου η κενοδοξία.
31. Οπως η μνήμη της φωτιας δέν ζεσταίνει τό σωμα, ετσι πίστη χωρίς αγάπη δέν φέρνει στήν ψυχή τό φωτισμό της γνώσεως.
32. Οπως τό φως του ηλιου ελκύει τό υγιές μάτι, ετσι καί η γνώση του Θεου τραβα φυσικως τόν καθαρό νου στόν εαυτό της μέ τήν αγάπη.
33. Νους καθαρός ειναι ο νους πού απομακρύνθηκε από τήν αγνοια καί καταφωτίζεται από τό θειο φως.
34. Ψυχή καθαρή ειναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τά πάθη καί ευφραίνεται ακατάπαυστα μέ τή θεία αγάπη.
35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, ειναι μιά κίνηση της ψυχης παρά φύση.
36. Απάθεια ειναι μιά ειρηνική κατάσταση της ψυχης, κατά τήν οποία η ψυχή δύσκολα κινειται πρός τήν κακία.
37. Εκεινος πού απόκτησε τούς καρπούς της αγάπης μέ τό ζηλο του, δέν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σέ πείσει γι΄ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστου καί οι ομοιοί του, πού προσευχόταν γιά κείνους πού τόν φόνευαν καί ζητουσε νά τούς συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργουσαν ετσι από αγνοια.
38. Αν ιδίωμα της αγάπης ειναι η μακροθυμία καί η χρηστότητα, τότε εκεινος πού θυμομανιάζει καί ενεργει δόλια, ειναι φανερό οτι αποξενώνεται από τήν αγάπη. Κι οποιος ειναι ξένος από τήν αγάπη, ειναι ξένος από τό Θεό, αφου ο Θεός ειναι αγάπη.
39. «Μήν πειτε, λέει ο θειος Ιερεμίας, οτι ειστε ναός του Κυρίου» · καί σύ μήν πεις οτι «η απογυμνωμένη από εργα πίστη στόν Κύριό μας Ιησου Χριστό μπορει νά μέ σώσει». Αυτό ειναι αδύνατο, αν δέν αποκτήσεις καί τήν αγάπη πρός Αυτόν μέ τά εργα. Η γυμνή από εργα πίστη δέν ωφελει, αφου καί τά δαιμόνια πιστεύουν καί τρέμουν.
40. Εργο αγάπης ειναι η πρός τόν πλησίον ολόψυχη ευεργεσία καί μακροθυμία καί υπομονή, καί η χρήση των πραγμάτων μέ ορθό λόγο.
41. Οποιος αγαπα τό Θεό, δέν λυπει κανένα, ουτε λυπαται από κανένα γιά πρόσκαιρα πράγματα. Μιά μόνο λύπη προξενει καί δοκιμάζει, τή σωτήρια λύπη, τήν οποία ο μακάριος Παυλος καί δοκίμασε καί προξένησε στούς Κορινθίους.
42. Εκεινος πού αγαπα τό Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στή γη· νηστεύει καί αγρυπνει, ψάλλει καί προσεύχεται, καί γιά κάθε ανθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.
43. Ο,τι επιθυμει κανείς εκεινο αγωνίζεται ν΄ αποκτήσει. Κι από ολα τά αγαθά καί επιθυμητά, ασύγκριτα πιό αγαθό καί επιθυμητό ειναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια εχομε χρέος νά καταβάλομε γιά νά επιτύχομε τό φύσει αγαθό καί επιθυμητό;
44. Μή μολύνεις τή σάρκα σου μέ αισχρές πράξεις καί μή λερώνεις τήν ψυχή σου μέ πονηρούς λογισμούς. Καί η ειρήνη του Θεου θά ερθει σ΄ εσένα καί θά φέρει τήν αγάπη.
45. Νά καταπονεις τό σωμα σου μέ νηστεία καί αγρυπνία καί ν΄ ασχολεισαι ακούραστα μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή· καί θά ερθει σ΄ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης καί θά φέρει τήν αγάπη.
46. Εκεινος πού αξιώθηκε νά λάβει τήν θεία γνώση καί απόκτησε διά μέσου της αγάπης τό φωτισμό της, δέ θά παρασυρθει ποτέ από τό πνευμα της κενοδοξίας. Ευκολα ομως παρασύρεται από αυτήν οποιος δέν αξιώθηκε τή θεία γνώση. Αλλά αν ο ανθρωπος αυτός σέ κάθε τί πού πράττει εχει στραμμένο τό βλέμμα του στό Θεό, μέ τήν αισθηση οτι ολα τά πράττει γι΄ Αυτόν, ε}υκολα μέ τή βοηθεια του Θεου θά απαλλαγει από τήν κενοδοξία.
47. Οποιος δέν απόκτησε ακόμη τή θεία γνώση, πού εκδηλώνεται μέ τήν αγάπη, }εχει μεγάλη ιδέα γιά οσα εργα κάνει σύμφωνα μέ τό θέλημα του Θεου. Εκεινος ομως πού αξιώθηκε καί τήν απόκτησε, λέει μέ βαθιά συναίσθηση τά λόγια πού ειπε ο πατριάρχης Αβραάμ οταν ειδε τό Θεό: « Εγώ ειμαι χωμα καί στάχτη».
48. Εκεινος πού φοβαται τόν Κύριο, εχει πάντοτε σύντροφό του τήν ταπεινοφροσύνη, καί μέ τίς ενθυμήσεις πού αυτή προκαλει, φτάνει στή θεία αγάπη καί ευχαριστία. Φέρνει στό νου του τή ζωή πού εκανε πρωτύτερα στόν κόσμο, καί τά διάφορα αμαρτήματα καί τούς πειρασμούς πού αντιμετώπισε από τόν καιρό της νεότητάς του, καί πως απ΄ ολα εκεινα τόν γλύτωσε ο Κύριος, καί τόν μετέφερε από τήν ζωή των παθων στόν κατά Θεόν βίο· καί μαζί μέ τό φόβο, αποκτα καί τήν αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε μέ πολλή ταπεινοφροσύνη τόν Ευεργέτη καί Κυβερνήτη της ζωης μας.
49. Μή λερώσεις τό νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας καί θυμου, γιά νά μήν ξεπέσεις από τήν καθαρή προσευχή καί περιπέσεις στό πνευμα της ακηδίας.
50. Τότε ο νους χάνει τήν οικειότητα πού εχει μέ τό Θεό, οταν δέχεται πονηρούς η ακάθαρτους λογισμούς νά παραμένουν.
51. Ο ανόητος, πού τόν οδηγουν τά πάθη, οταν αναστατώνεται από τό θυμό, βιάζεται νά φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τούς αδελφούς. Αλλοτε πάλι, οταν καίγεται από τήν επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει νά τούς συναντήσει. Ο φρόνιμος ομως, καί στίς δύο περιπτώσεις κάνει τό αντίθετο. Στήν περίπτωση του θυμου, αφου κόψει τίς αιτίες της ταραχης, απαλλάσσει τόν εαυτό του από τή λύπη πρός τούς αδελφούς· στήν περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατει τόν εαυτό του από τήν παράλογη παρόρμηση γιά συνάντηση αλλων.
52. Στόν καιρό των πειρασμων μήν εγκαταλείψεις τό Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε μέ γενναιότητα τά κύματα των λογισμων, καί μάλιστα της λύπης καί της ακηδίας. Ετσι αφου δοκιμαστεις κατά θεία οικονομία μέ τίς θλίψεις, θά αποκτήσεις βέβαια ελπίδα στό Θεό. Αν ομως τό εγκαταλείπεις, θά φανεις ανάξιος, ανανδρος καί αστατος.
53. Αν θέλεις νά μήν ξεπέσεις από τήν αγάπη του Θεου, μήτε τόν αδελφό νά αφήσεις νά κοιμηθει στενοχωρημένος από σένα, μήτε σύ νά κοιμηθεις στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου μέ τόν αδελφό σου καί τότε πήγαινε καί πρόσφερε στό Χριστό μέ καθαρή συνείδηση τό δωρο της αγάπης, μέ ενθερμη προσευχή.
54. Αν εκεινος πού εχει ολα τά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, καί δέν εχει αγάπη, δέν ωφελειται τίποτε σύμφωνα μέ τόν θειο Απόστολο, πόση επιμέλεια πρέπει νά καταβάλομε γιά νά τήν αποκτήσομε;
55. Αν η αγάπη δέν κάνει κακό στόν πλησίον, εκεινος πού φθονει τόν αδελφό καί λυπαται γιά τήν προκοπή του καί μέ ειρωνειες προσπαθει νά κηλιδώσει τήν υπόληψή του η μέ οποια κακοήθεια τόν επιβουλεύεται, πως αυτός δέν αποξενώνεται από τήν αγάπη καί δέν κάνει τόν εαυτό του ενοχο γιά τήν αιώνιο Κρίση;
56. Αν η αγάπη ειναι τό πλήρωμα του νόμου, εκεινος πού εχει μνησικακία γιά τόν αδελφό καί κάνει δόλια σχέδια εναντίον του καί τόν καταριέται καί δοκιμάζει χαρά γιά κάθε πτώση του, πως δέν καταπατει τό νόμο καί δέν ειναι αξιος γιά τήν αιώνια κόλαση;
57. Αν εκεινος πού κατηγορει καί κρίνει τόν αδελφό του κατηγορει καί κρίνει τό θειο νόμο, καί ο νόμος του Χριστου ειναι η αγάπη, πως δέν ξεπέφτει από τήν αγάπη του Χριστου εκεινος πού καταλαλει, καί δέν προξενει ο ιδιος στόν εαυτό του τήν αιώνια κόλαση;
58. Μήν παραδώσεις τήν ακοή σου στούς λόγους οποιου καταλαλει, ουτε τούς δικούς σου λόγους στήν ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας η ακούγοντας μ΄ ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, γιά νά μή χάσεις τή θεία αγάπη καί βρεθεις απόκληρος από τήν αιώνια ζωή.
59. Μή δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικου σου πατέρα, μήτε νά διευκολύνεις εκεινον πού τόν προσβάλλει, γιά νά μήν οργιστει ο Κύριος γιά τά εργα σου καί σέ εξολοθρεύσει από τή χώρα της ζωης.
60. Κλεινε τό στόμα εκείνου πού κατηγορει τόν αλλον, γιά νά μήν αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία· καί συνηθίζοντας ο ιδιος σέ καταστρεπτικό πάθος, καί μή σταματώντας εκεινον πού φλυαρει κατά του πλησίον.
61. « Εγώ ομως σας λέω, ειπε ο Κύριος, αγαπατε τούς εχθρούς σας, ευεργετειτε οσους σας μισουν, προσεύχεσθε γιά οσους σας βλάπτουν». Γιατί τά διέταξε αυτά; Γιά νά σέ ελευθερώσει από τό μίσος, τή λύπη, τήν οργή καί τήν μνησικακία καί νά σέ αξιώσει νά λάβεις τό μέγιστο απόκτημα, τήν τέλεια αγάπη, πού ειναι αδύνατο νά τήν εχει οποιος δέν αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεου, ο οποιος αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους καί θέλει νά σωθουν καί νά λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας.
62. « Ομως σας λέω νά μήν αντισταθειτε στόν πονηρό, αλλά αν κανείς σέ χτυπήσει στό δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του καί τό αλλο· καί σ΄ αυτόν πού θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο γιά νά σου πάρει τό χιτώνα, αφησέ του καί τό ιμάτιο· καί αν σέ αγγαρεύει κάποιος γιά ενα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο». Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Γιά νά φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή καί λύπη, καί νά διδάξει κι εκεινον μέ τήν ανεξικακία σου· καί τούς δύο πάλι, σάν καλός Πατέρας, νά σας φέρει στόν ζυγό της αγάπης.
63. Των πραγμάτων, μέ τά οποια κάποτε μας εδενε κάποιο πάθος, εχομε μέσα μας τίς εμπαθεις φαντασίες. Οποιος λοιπόν νικα τίς εμπαθεις φαντασίες, καταφρονει οπωσδήποτε καί τά πράγματα πού αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων ειναι τόσο χειρότερος από τόν πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, οσο ειναι πιό ευκολο νά αμαρτάνει κανείς μέ τή διάνοια από τό νά αμαρτάνει μέ εργα.
64. Αλλα από τά πάθη ειναι σωματικά κι αλλα ψυχικά. Τά σωματικά εχουν τίς αφορμές τους από τό σωμα, τά ψυχικά από τά εξωτερικά πράγματα. Καί τά δύο αυτά ειδη παθων τά αφανίζουν η αγάπη καί η εγκράτεια· η πρώτη τά ψυχικά, η δεύτερη τά σωματικά.
65. Από τά πάθη, αλλα ανήκουν στό θυμικό μέρος της ψυχης, αλλα στό επιθυμητικό. Καί τά δύο αυτά ειδη κινουνται διά μέσου των αισθήσεων. Καί κινουνται τότε, οταν η ψυχή βρίσκεται εξω από τά ορια της εγκράτειας καί της αγάπης.
66. Τά πάθη του θυμικου μέρους της ψυχης ειναι πιό δυσκολοπολέμητα από τά πάθη του επιθυμητικου. Γι΄ αυτό καί δόθηκε από τόν Κύριο εναντίον των παθων του θυμικου δυνατότερο φάρμακο, τό οποιο ειναι η εντολή της αγάπης.
67. Ολα τά αλλα πάθη, ερεθίζουν ειτε τό θυμικό μέρος της ψυχης, ειτε τό επιθυμητικό, ειτε τό λογιστικό, οπως ειναι η λήθη καί η αγνοια. Η ακηδία ομως, κυριαρχώντας σ΄ ολες τίς δυνάμεις της ψυχης, κινει ολα μαζί τά πάθη. Γι΄ αυτό καί ειναι τό πιό βαρύ από ολα τά αλλα πάθη. Καλως λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας τό αντίδοτό της, λέει: «Μέ τήν υπομονή σας, κερδίστε τίς ψυχές σας».
68. Μήν προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, καί μάλιστα χωρίς ευλογη αιτία, μήν τυχόν επιστρέψει στόν κόσμο μή μπορώντας ν΄ αντέξει τή θλίψη, καί ετσι δέ θά αποφύγεις τόν ελεγχο της συνειδήσεως πού θά σου προξενει πάντα λύπη στήν προσευχή καί θά αποδιώχνει τό νου από τήν παρρησία πρός τό Θεό.
69. Μήν ανέχεσαι τίς υπόνοιες η καί τούς ανθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα αλλων. Γιατί εκεινοι πού παραδέχονται σκάνδαλα μέ οποιοδήποτε τρόπο γιά εκεινα πού συμβαίνουν προαιρετικά η απροαίρετα, δέν γνωρίζουν τό δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγει τούς εραστές της διά μέσου της αγάπης στή γνώση του Θεου.
70. Δέν εχει τέλεια αγάπη εκεινος πού αλλάζει διάθεση πρός τούς ανθρώπους ανάλογα μέ τό χαρακτήρα τους· τόν ενα π.χ. τόν αγαπα καί τόν αλλον τόν μισει, }η τόν ιδιο ανθρωπο αλλοτε τόν αγαπα καί αλλοτε τόν μισει γιά τίς ιδιες αιτίες.
71. Η τέλεια αγάπη δέν διαχωρίζει κατά τίς διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τή μία καί κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ΄ αυτήν, αγαπα εξίσου ολους τούς ανθρώπους. Αγαπα τούς ενάρετους ως φίλους· τούς κακούς τούς αγαπα ως εχθρούς, καί τούς ευεργετει καί μακροθυμει καί υπομένει αν τήν βλάψουν, χωρίς νά λογαριάζει διόλου τό κακό, αλλά καί πάσχει γιά χάρη τους, αν τό καλέσει η περίσταση, γιά νά τούς κάνει καί αυτούς φίλους, }αν ειναι δυνατόν. Αν δέν τό κατορθώσει, δέν αλλάζει τή διάθεσή της, αλλά φανερώνει τούς καρπούς της αγάπης εξίσου πρός ολους τούς ανθρώπους. Γι΄ αυτό καί ο Κύριός μας καί Θεός Ιησους Χριστός, δείχνοντας τήν αγάπη Του σ΄ εμας, επαθε γιά χάρη ολης της ανθρωπότητας καί χάρισε σέ ολους εξίσου τήν ελπίδα της αναστάσεως -αν καί καθένας κάνει τόν εαυτό του αξιο ειτε γιά δόξα ειτε γιά κόλαση.
72. Εκεινος πού δέν καταφρονει τή δόξα καί τήν εξουδένωση, τόν πλουτο καί τή φτώχεια, τήν ηδονή καί τή λύπη, δέν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δέν καταφρονει μόνον αυτά, αλλά καί τήν πρόσκαιρη ζωή καί τό θάνατο.
73. Ακουσε τί λένε εκεινοι πού αξιωθήκανε νά εχουν τήν τέλεια αγάπη: «Ποιός θά μας χωρίσει από τήν αγάπη του Χριστου; Θλίψη η στενοχώρια η διωγμός η γυμνότητα η κίνδυνος η μάχαιρα; Καθώς λέει η Γραφή, γιά χάρη Σου θανατωνόμαστε ολη τήν ημέρα· θεωρηθήκαμε ως πρόβατα γιά σφαγή. Αλλά σ΄ ολα τουτα βγαίνομε νικητές μέ τή βοήθεια Εκείνου πού μας αγάπησε. Πιστεύω απόλυτα οτι ουτε θάνατος, ο}υτε ζωή, ο}υτε αγγελοι, ο}υτε Αρχές, ο}υτε Δυνάμεις, ο}υτε τωρινά, ο}υτε μελλοντικά, ο}υτε υψωμα, ο}υτε βάθος, ο}υτε καμιά αλλη κτίση θά μπορέσει νά μας χωρίσει από τήν αγάπη του Θεου πού εκδηλώνεται μέ τόν Ιησου Χριστό, τόν Κύριό μας».
74. Ακουσε πάλι τί λένε γιά τήν αγάπη πρός τόν πλησίον: «Λέω αλήθεια, μάρτυς μου ο Χριστός, δέν ψεύδομαι· η συνείδησή μου, πού φωτίζεται από τό Αγιο Πνευμα, μαρτυρει κι αυτή, οτι εχω μεγάλη λύπη καί πόνο αδιάκοπο στήν καρδιά μου γιά τούς ομοεθνεις μου Ιουδαίους. Θά ευχόμουν νά χωριστω εγώ από τό Χριστό γιά χάρη των αδελφων μου, των φυσικων συγγενων μου, οι οποιοι ειναι Ισραηλίτες κλπ.». Παρόμοια ειπαν καί ο Μωυσης καί οι αλλοι Αγιοι.
75. Εκεινος πού δέν καταφρονει τή δόξα καί τήν ηδονή, καθώς καί τή φιλαργυρία πού συντελει στήν αυξησή τους καί γιά χάρη τους υπάρχει, δέν μπορει νά κόψει τίς αφορμές του θυμου. Εκεινος ομως πού δέν τίς κόβει, δέν μπορει νά επιτύχει τήν τέλεια αγάπη.
76. Η ταπείνωση καί η κακοπάθεια ελευθερώνουν τόν ανθρωπο από κάθε αμαρτία, καθώς κόβει η μιά τά πάθη της ψυχης καί η αλλη τά πάθη του σώματος. Αυτό εκανε καί ο μακάριος Δαβίδ καί προσευχόταν στό Θεό λέγοντας: «Δές τήν ταπείνωσή μου καί τόν κόπο μου καί συγχώρεσε ολες τίς αμαρτίες μου».
77. Διά μέσου των εντολων Του, ο Κύριος κάνει απαθεις οσους τίς εφαρμόζουν. Διά μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ΄ αυτούς τό φωτισμό της θείας γνώσεως.
78. Ολα τά δόγματα αναφέρονται }η στό Θεό, η στά ορατά καί τά αόρατα, }η στήν πρόνοια καί τήν κρίση του Θεου γι΄ αυτά.
79. Η ελεημοσύνη θεραπεύει τό θυμικό μέρος της ψυχης· η νηστεία μαραίνει τήν επιθυμία· η προσευχή καθαρίζει τό νου καί τόν κάνει επιτήδειο γιά τή θεωρία των οντων. Γιατί ανάλογα μέ τίς δυνάμεις της ψυχης, ο Κύριος μας χάρισε καί τίς εντολές Του.
80. «Μάθετε από εμένα, λέει ο Κύριος, οτι ειμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά κλπ.». Η πραότητα διατηρει ατάραχο τό θυμικό μέρος της ψυχης· η ταπείνωση ελευθερώνει τό νου από τήν αλαζονεία καί τήν κενοδοξία.
81. Ο φόβος του Θεου ειναι δύο ειδων. Εκεινος πού γεννιέται μέσα μας από τίς απειλές της κολάσεως καί κάνει νά φυτρώνουν μέσα μας η εγκράτεια, η ελπίδα στό Θεό, η απάθεια καί στή συνέχεια κατά φυσική τάξη η αγάπη. Καί ο φόβος πού ειναι ενωμένος μέ τήν ιδια τήν αγάπη, καί φέρνει πάντοτε στήν ψυχή ευλάβεια, γιά νά μήν καταλήξει σέ καταφρόνηση του Θεου εξαιτίας της παρρησίας πού δίνει η αγάπη.
82. Τόν πρωτο φόβο τόν εκτοπίζει η τέλεια αγάπη, γιατί η ψυχή πού τήν εχει δέν φοβαται πλέον τήν κόλαση. Τό δεύτερο φόβο τόν εχει, οπως ειπαμε, η αγάπη ενωμένο πάντα μαζί της. Στόν πρωτο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Μέ τό φόβο του Κυρίου απομακρύνεται καθένας από τό κακό», καί ο λόγος: « Αρχή της σοφίας ειναι ο φόβος του Κυρίου». Στό δεύτερο φόβο ταιριάζει ο λόγος: «Δέν θά δοκιμάσουν στέρηση οσοι φοβουνται τόν Κύριο».
83. «Νεκρωστε λοιπόν τά μέλη σας πού σέρνονται στή γη· τήν πορνεία, τήν ακαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή επιθυμία καί τήν πλεονεξία κτλ.». Μέ τή γη εννοει τό σαρκικό φρόνημα. Πορνεία ονόμασε τήν εμπρακτη αμαρτία. Ακαθαρσία ειπε τή συγκατάθεση στήν αμαρτία. Πάθος, τόν εμπαθή λογισμό. Επιθυμία κακή ονόμασε τήν απλή παραδοχή του λογισμου καί της επιθυμίας. Πλεονεξία ειπε τό υλικό πού γεννα καί αυξάνει τό πάθος. Ολα λοιπόν αυτά, σάν μέλη του σαρκικου φρονήματος, διέταξε ο Απόστολος νά νεκρώσομε.
84. Η μνήμη, στήν αρχή, φέρνει στό νου τό λογισμό χωρίς εμπάθεια· καί οταν αυτός μένει στό νου γιά καιρό, κινειται τό πάθος. Αν αυτό δέν εξολοθρευτει, λυγίζει τό νου στή συγκατάθεση. Μετά τή συγκατάθεση αρχίζει η εμπρακτη αμαρτία. Ο πάνσοφος λοιπόν Απόστολος, γράφοντας πρός τούς Χριστιανούς πού ηταν πρωτύτερα ειδωλολάτρες, διατάζει πρωτα νά αφανίζουν τό αποτέλεσμα της αμαρτίας· κι επειτα, μέ αντίστροφη σειρά νά καταλήγουν στήν αιτία της αμαρτίας. Καί η αιτία ειναι, οπως ειπαμε, η πλεονεξία, πού γεννα καί αυξάνει τό πάθος. Νομίζω οτι εδω σημαίνει τή γαστριμαργία, η οποία ειναι μητέρα καί τροφός της πορνείας. Γιατί η πλεονεξία ειναι κακή οχι μόνο γιά τά χρήματα, αλλά καί γιά τήν τροφή· οπως καί η εγκράτεια δέν εννοειται μόνο γιά τά φαγητά, αλλά καί γιά τά χρήματα.
85. Οπως ενα σπουργίτι δεμένο από τό πόδι, οταν πάει νά πετάξει, πέφτει στό χωμα, επειδή τό τραβάει τό σχοινί, ετσι καί ο νους πού δέν απόκτησε ακόμη τήν απάθεια καί πετα πρός τή γνώση των επουρανίων, τραβιέται από τά πάθη στή γη.
86. Οταν ο νους ελευθερωθει τελείως από τά πάθη, τότε πορεύεται πρός τή θεωρία των οντων χωρίς νά γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον πρός τή γνώση της Αγίας Τριάδας.
87. Οταν ειναι καθαρός ο νους, δεχόμενος τά νοήματα των πραγμάτων προχωρει μέσω αυτων στήν πνευματική θεωρία· οταν ομως από ραθυμία γίνει ακάθαρτος, τότε τά μέν νοήματα των αλλων πραγμάτων τά φαντάζεται απλως (χωρίς νά οδηγειται σέ θεωρία), τά δέ ανθρώπινα νοήματα πού δέχεται, τά μετατρέπει σέ αισχρούς η πονηρούς λογισμούς.
88. Οταν πάντοτε, κατά τόν καιρό της προσευχης, δέν ενοχλει τό νου σου κανένα νόημα του κόσμου, τότε νά ξέρεις οτι δέν εισαι εξω από τά ορια της απάθειας.
89. Οταν η ψυχή αρχίζει νά αισθάνεται τήν ιδια τήν υγεία της, τότε καί τίς φαντασίες του υπνου τίς βλέπει χωρίς εμπάθεια καί ταραχή.
90. Οπως τό μάτι τό ελκύει η ομορφιά των ορατων, ετσι καί τόν καθαρό νου η γνώση των αοράτων. Αόρατα εννοω τά ασώματα.
91. Μεγάλο πράγμα ειναι νά μήν κινειται κάποιος σέ κάποιο πάθος από τά πράγματα· πολύ μεγαλύτερο ομως ειναι νά μένει απαθής απέναντι στίς φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας μέ τούς λογισμούς, ειναι πολύ πιό φοβερός από τόν πόλεμο μέσω των πραγμάτων.
92. Εκεινος πού κατόρθωσε τίς αρετές καί πλούτισε μέ θεία γνώση, επειδή βλέπει τά πράγματα στή φυσική τους κατάσταση, πράττει τά πάντα καί μιλα γι΄ αυτά κατά τίς υπαγορεύσεις του ορθου λόγου, χωρίς νά σφάλλει καθόλου. Γιατί από τήν ορθή η μή ορθή χρησιμοποίηση των πραγμάτων ειναι πού γινόμαστε ενάρετοι η κακοί.
93. Σημάδι τέλειας απάθειας ειναι νά αναδύονται πάντοτε στήν καρδιά χωρίς πάθος τά νοήματα των πραγμάτων, τόσο οταν ειμαστε ξυπνητοί, οσο καί στόν υπνο μας.
94. Ο νους αποβάλλει μέ τήν εκτέλεση των εντολων, τά πάθη· μέ τήν πνευματική θεωρία των ορατων, τά εμπαθή νοήματα των πραγμάτων· μέ τή γνώση των αοράτων, τή θεωρία των ορατων· τέλος κι αυτήν τήν αποβάλλει, μέ τή γνώση της Αγίας Τριάδας.
95. Οταν ο ηλιος ανατέλλει καί φωτίζει τόν κόσμο, φανερώνει καί τόν εαυτό του καί τά πράγματα πού φωτίζονται από αυτόν. Ετσι καί ο Ηλιος της δικαιοσύνης, οταν ανατέλλει στόν καθαρό νου, φανερώνει καί τόν εαυτό Του, καί τούς λόγους* οσων εχουν γίνει από Αυτόν καί οσων μέλλουν νά γίνουν.
96. Δέν γνωρίζομε τό Θεό από τήν ουσία Του, αλλά από τά θαυμαστά εργα Του καί τήν πρόνοιά Του γιά τά οντα. Απ΄ αυτά, σάν μέσα από καθρέφτη, βλέπομε τήν απειρη αγαθότητα καί σοφία καί δύναμή Του.
97. Ο καθαρός νους κινειται η μέσα στά χωρίς πάθος νοήματα των ανθρωπίνων πραγμάτων, η στή φυσική θεωρία των ορατων η των αοράτων, η μέσα στό φως της Αγίας Τριάδας.
98. Οταν ο νους φτάσει στή θεωρία των ορατων, ερευνα η τούς φυσικούς λόγους τους η τούς λόγους πού αυτοί υποδηλώνουν, η ζητει τήν ιδια τήν αιτία τους.
99. Οταν πάλι κινειται στή θεωρία των αοράτων, ζητει καί τούς φυσικούς τους λόγους καί τήν αιτία της υπάρξεώς τους καί τά επακόλουθά της, καί ποιά ειναι η σχετική μέ αυτά πρόνοια καί κρίση.
100. Οταν ο νους φτάσει στό Θεό, ζητει πρωτα νά μάθει τούς λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται από τόν πόθο. Δέν μπορει ομως νά ικανοποιήσει τόν πόθο του αυτό (γιατί κάτι τέτοιο ειναι τελείως αδύνατο σέ ολα γενικως τά λογικά δημιουργήματα) · ετσι παρηγορειται από τή γνώση των σχετικων μέ τίς ιδιότητες του Θεου. Δηλαδή της αιωνιότητας, της απειρίας, της απεριοριστίας, της αγαθότητας, της σοφίας, της δυνάμεως νά δημιουργει, νά προνοει καί νά κρίνει τά οντα. Τό μόνο πού μπορουμε νά καταλάβομε γι΄ Αυτόν, ειναι η απειρία Του καί τό οτι ειναι αδύνατο νά γίνει γνωστός, οπως εχουν πει οι θεολόγοι Γρηγόριος καί Διονύσιος Αρεοπαγίτης.