Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

ΔΙΔΑΧΕΣ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΙ

ΔΙΔΑ­ΧΕΣ ΚΟ­ΣΜΑ ΑΙ­ΤΩ­ΛΟΥ

Να κά­μεις μί­αν ει­κό­να του Χρι­στού, της Πανα­γί­ας του Προ­δρό­μου, να έ­χει και τον Ά­γιον του παιδιού σου και ό­ταν το παι­δί σου ση­κώ­νε­ται α­πό τον ύ­πνο να σου γυ­ρεύ­ει ψω­μί, μην του δί­νεις, μό­νο να πά­ρεις το ψω­μί, να το βά­λεις ο­μπρός εις την ει­κό­να του Χρι­στού και ναν του ει­πείς: «Ε­γώ παι­δί μου, δεν έ­χω ψω­μί, o Χρι­στός έ­χει. Σή­κω να κά­νεις το σταυ­ρό σου να πα­ρα­κα­λέ­σο­με τον Άγιόν σου να πα­ρα­κα­λέ­σει τον Χρι­στόν να σου το δώ­σει. Και έ­τσι το παι­δί­ον πα­ρα­κι­νεί­ται δια την α­γά­πην του ψωμιού και ευ­θύς ο­πού ξυ­πνά, τον Α­γιόν του βλέ­πει. Βλέ­πο­ντας τό­τε o Διά­βο­λος το παι­δί­ον πως έ­χει την ελπί­δα του εις τον Χρι­στόν και εις τον Ά­γιόν του, κατα­καί­ε­ται και φεύ­γει. Κι έ­τσι να συ­νη­θί­ζε­τε τα παι­διά σας ναν τα παι­δεύ­ε­τε α­πό μι­κρά, δια να συ­νη­θί­ζουν εις τον κα­λόν δρό­μον».

«Πά­λιν ε­σύ, γυ­ναί­κα, έ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρον χρέ­ος α­πό τον άν­δρα να α­να­τρέ­φεις τα παι­διά σου και να τα νου­θε­τάς εις τα κα­λά έρ­γα. Ό­ταν το παι­δί σου ση­κώ­νε­ται το τα­χύ α­πό τoν ύ­πνο και ευ­θύς σου γυ­ρεύ­ει ψω­μί, ε­σύ μη του δώ­σεις, αλ­λά έ­πα­ρέ το και πή­γαι­νέ το εις την ει­κό­να του Χρι­στού και ει­πέ του: Ε­γώ, παι­δί μου, ψω­μί δεν έ­χω, ο Χρι­στός μας έ­χει. Έ­λα, κά­με τον σταυ­ρόν σου να τον προ­σκυ­νή­σω­μεν και να τον πα­ρα­κα­λέ­σω­μεν να μάς δώ­σει. και έ­τσι συ­νη­θί­ζει το παι­δί α­πό μι­κρό εις το κα­λόν. Και να το παίρ­νεις εις την εκ­κλη­σί­αν και να το ορ­μη­νεύ­εις να κά­νη σω­στά τον σταυ­ρόν του, με τα τρί­α δά­κτυ­λα, να τα βά­νει εις το μέ­τω­πον, εις τον ομ­φα­λόν και εις το δε­ξιόν βυ­ζί και εις το α­ρι­στερόν. Και να το βά­νεις να α­σπά­ζε­ται τας α­γί­ας ει­κό­νας και πά­ντα να το δι­δά­σκεις τα χρι­στια­νι­κά κα­μώ­μα­τα, ό­τι έ­χεις να δώ­σεις α­πο­λο­γί­αν δι' αυτό».

«Και ε­κεί­νην την η­μέ­ραν, ο­πού εί­ναι ο Ά­γιος του παι­διού σου, αν θέλεις να κά­μεις κούρ­μπα­νο (πα­νη­γύ­ρι), να ε­ορ­τά­σεις τον Ά­γιον, πώς πρέ­πει να κά­μεις, ε­γώ σε λέ­γω. Γί­νε­ται το κούρ­μπα­νο θε­ϊ­κόν, γί­νε­ται και δια­βο­λι­κόν. Θε­ϊ­κόν κούρ­μπα­νο εί­ναι: τώρα θέ­λεις να δώ­σεις τρί­α γρό­σια να πά­ρεις έ­να πρόβα­το. Δώ­σε το έ­να γρό­σι πά­ρε κε­ρί, λι­βά­νι και λά­δι και

σύρ­τα εις την εκ­κλη­σί­αν να τα κά­ψουν ο­μπρός εις τον Ά­γιον και το άλ­λο γρό­σι μοί­ρα­σέ το με το χέ­ρι σου κρυ­φά ε­λε­η­μο­σύ­νην να μη σε ξέ­ρει κα­νένας. Αυ­τό εί­ναι το θε­ϊ­κό κούρ­μπα­νο. Και να δια­βά­σεις το συ­να­ξά­ρι του Α­γί­ου, να α­κού­ει το παι­δί σου και ναν του ει­πείς: Α­κού­εις, παι­δί μου, τι έ­κα­μεν ο Ά­γιος σου; Έ­τσι να κά­μεις και συ. Α­κού­γο­ντας το παι­δί σου τέ­τοια θαύ­μα­τα ζη­λεύ­ει και λέ­γει: Αχ, πό­τε να γέ­νω και ε­γώ ω­σάν τον Ά­γιόν μου!»;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου